κυρτοβόλος

κυρτοβόλος
κυρτο-βόλος, , ([etym.] κύρτος)
A fisherman, -βόλων συνεργασία, Μους. Σμυρν.1873/5.65 ([place name] Smyrna).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυρτοβόλος — κυρτοβόλος, ὁ (Α) ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δικτυ βόλος, δισκο βόλος. Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… …   Dictionary of Greek

  • κύρτος — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”